παραφραστής

παραφραστής
ο
θηλ. παραφράστρια αυτός που παραφράζει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραφραστής — paraphrast masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφραστής — και παραφράστης, ὁ, θηλ. παραφράστρια, ΝΜΑ [παραφράζω] 1. αυτός που μεταγλωττίζει κατ έννοια και όχι κατά λέξη ένα κείμενο 2. αυτός που εκφράζει το ίδιο πράγμα με άλλες λέξεις μσν. αυτός που επεξηγεί, που διασαφηνίζει ένα κείμενο …   Dictionary of Greek

  • παραφρασταί — παραφραστής paraphrast masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφραστοῦ — παραφραστής paraphrast masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφραστῇ — παραφραστής paraphrast masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφραστήν — παραφραστής paraphrast masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • parafraste — ► sustantivo masculino femenino 1 Persona que hace paráfrasis. 2 Persona que interpreta textos por medio de paráfrasis. * * * parafraste o parafrastes (del lat. «paraphrastes», del gr. «paraphrastḗs») m. Autor de paráfrasis. * * * parafraste.… …   Enciclopedia Universal

  • παραφραστικός — ή, ό / παραφραστικός, ή, όν, ΝΜΑ [παραφραστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράφραση ή που γίνεται με παράφραση. επίρρ... παραφραστικῶς Μ με διασαφήνιση, επεξηγηματικά, με άλλες λέξεις …   Dictionary of Greek

  • parafraste — (Del lat. paraphrastes, y este del gr. παραφραστής). 1. m. Autor de paráfrasis. 2. Intérprete de textos por medio de paráfrasis …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”